κνάφαλλον

κνάφαλλον
κνάφαλλον, τὸ (Α)
βλ. γνάφαλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”